Του Ευάνθη Γκόγκουλη... Πίκρες είχα περάσει ήδη μπόλικες με τον Ιστορικό έως τα 15 μου, τουλάχιστον σε σύγκριση με τα υπόλοιπα παιδιά ...
Πίκρες είχα περάσει ήδη μπόλικες με τον Ιστορικό έως τα 15 μου, τουλάχιστον σε σύγκριση με τα υπόλοιπα παιδιά της ηλικίας μου. Είχα, ωστόσο, κάτι να καυχιέμαι. Κάτι που με έκανε να νιώθω ισάξιος με τις πλούσιες ομάδες των άλλων και στο μυαλό μου ισοδυναμούσε με τίτλο. «Τουλάχιστον δεν έχουμε πέσει ποτέ», σκεφτόμουν κάθε φορά που με έπιανε το παράπονο. Για τους τίτλους που πανηγύριζαν μόνο οι άλλοι, για τις ήττες που ήταν πιο πολλές από τις νίκες, για τους δικούς μας παίκτες που μονίμως χάναμε επειδή δεν είχαμε λεφτά. Ήταν μία παρηγοριά.
Μέχρι τις 7 Ιουνίου 1992, πίστευα ότι αυτό θα κρατούσε για πάντα. Ότι κάποιο αόρατο χέρι θα μας εμφανιζόταν κάθε φορά για να μας σώζει από τον γκρεμό, όπως έκανε στο μπαράζ του 1984 με τα Γιάννενα, την πρώτη μου συνειδητή ανάμνηση από τον Πανιώνιο -τότε που έμαθα ότι στο ποδοσφαιρικό πρωτάθλημα υπάρχει και ο υποβιβασμός, όχι μόνο ο τίτλος για τον πρώτο. Θυμόμουν τις υπόλοιπες χρονιές που είχαμε κινδυνεύσει, αλλά γλιτώσαμε, αλλά και το μπαράζ του 1983 με τον Μακεδονικό που δεν είχα προλάβει, αλλά μου είχαν διηγηθεί ο μπαμπάς μου και άλλοι παλιοί. Θυμόμουν κι αυτό που άκουγα επί χρόνια να λένε οι πιο παλιοί στην κερκίδα. «Οσο έχει την προστασία του Αγίου Ανδρέα, ο Πανιώνιος δεν πέφτει».
Οταν νικήσαμε 4-2 τον Πιερικό, την προτελευταία αγωνιστική και παράλληλα η Ξάνθη έχασε 3-2 στο Καραϊσκάκη από τον υποβιβασμένο Εθνικό, ένιωσα ότι εκείνο το αόρατο χέρι είχε παρέμβει πάλι για να μας σώσει. Το έβλεπα και από τις αντιδράσεις των υπολοίπων στην ομάδα. Ο νεαρός, τότε, Ακης Μάντζιος ήταν καλεσμένος στη δευτεριάτικη εκπομπή της ΕΤ2 και μιλούσε σαν να είχαμε σωθεί. Ο κόσμος ουσιαστικά αδιαφορούσε για το τελευταίο παιχνίδι με τη Λάρισα στο Αλκαζάρ κι ας θέλαμε ένα βαθμό για να μην εξαρτώμαστε από κανένα άλλο αποτέλεσμα. Αργότερα έμαθα ότι και η τότε διοίκηση ζήτησε από τους «Πάνθηρες» να μην κάνουν το ταξίδι, μια και «όλα ήταν ρυθμισμένα».
Λένε ότι οι αναμνήσεις που μας πονάνε, είναι κι αυτές που θυμόμαστε περισσότερο. Και, προσωπικά, δεν πρόκειται να ξεχάσω κάθε λεπτομέρεια εκείνου του ηλιόλουστου απογεύματος. Τη χαλαρότητα στα πρώτα λεπτά που μου επέτρεπε να δίνω βάση κυρίως στον τελικό του Ρολάν Γκαρός (Κούριερ-Κόρντα 3-0, για να μην ψάχνετε), τον μικρό προβληματισμό όταν φάγαμε το πρώτο γκολ, την αγωνία που σιγά-σιγά μεγάλωνε μην τυχόν και βάλει γκολ και η Ξάνθη στον Βύρωνα. Η Ξάνθη, που στα προηγούμενα 16 εκτός έδρας ματς είχε πάρει μόνο έναν βαθμό κι αυτόν στη Νέα Σμύρνη! «Μα να μην κερδίσουμε αυτό το ματς;», να σκέφτομαι όλη την ώρα...
Η ελπίδα να γυρίσουμε το δικό μας παιχνίδι χάθηκε νωρίς στο δεύτερο ημίχρονο και πλέον σκορ άγγιζε τα όρια του εξευτελισμού. Την ίδια ώρα, στα άλλα ματς, νικούσαν αυτοί που δεν έπρεπε. Η Παναχαϊκή, δηλαδή, αλλά και η Ξάνθη, παρότι για λίγα δευτερόλεπτα ο Αθηναϊκός είχε προηγηθεί, δίνοντάς μας φρούδες ελπίδες ότι ως άλλο αόρατο χέρι θα μας έσωζε από τον γκρεμό. Είχα αρχίσει να κλαίω στην αγκαλιά του πατέρα μου αρκετά λεπτά πριν τη λήξη, όταν άκουσα για πρώτη φορά από τον αείμνηστο Γιώργο Καστρινάκη στην ΕΡΑ Σπορ -όχι ότι δεν το ήξερα κι από μόνος μου- ότι «με τα μέχρι τώρα αποτελέσματα, πέφτει ο Πανιώνιος».
Δεν είχα ζήσει μέχρι τότε την απώλεια κάποιου δικού μου ανθρώπου. Αλλά εκείνες τις στιγμές μετά τη λήξη, με τον Πανιώνιο «γκρεμισμένο», φανταζόμουν ότι «κάπως έτσι πρέπει να είναι». Καμία όρεξη δεν είχα για να διαβάσω μαθηματικά, στα οποία δεν ήμουν καλός και έδινα εξετάσεις το επόμενο πρωί για τη Γ' Γυμνασίου. Ούτε για να δω τα αθλητικά στην TV ούτε -αυτό που το πας!- να αντικρύσω την επομένη τους συμμαθητές μου. Αρκετά χιλιόμετρα μακριά από τη Νέα Σμύρνη πια, το να είσαι Πανιώνιος φάνταζε στα αυτιά τους ως ανέκδοτο πριν ακόμα πέσουμε. Γι' αυτό και με περίμεναν στην είσοδο το άλλο πρωί, για να φωνάξουν το αναμενόμενο «εκεί, εκεί στη Β' Εθνική»...
Ο Πανιώνιος επιβίωσε, ωστόσο. Έχοντας αντέξει κοτζάμ Μικρασιατική Καταστροφή, θα ήταν παράλογο να την πτοούσε ένας υποβιβασμός. Ανέβηκε, ξαναέπεσε, ξανανέβηκε αμέσως, πήρε Κύπελλο, βγήκε στην Ευρώπη, ξανακινδύνευσε, έγινε ισχυρή οικονομικά, γρήγορα έφτασε στα όρια της χρεωκοπίας, τώρα μοιάζει να ξαναπατά γερά στα πόδια της. Και είναι βέβαιο ότι θα ξανακινδυνεύσει, ενδεχομένως και να ξαναπέσει. Καμιά δυστυχία, όμως, δεν θα συγκρίνεται με το συναίσθημα του κενού, της απώλειας, της απόγνωσης, της προδοσίας ακόμα, που νιώσαμε στις 7 Ιουνίου 1992.
Δεν υπάρχουν σχόλια