«Ο Πανιώνιος όπως τον έζησα» Όσο στενάχωρη και νοσταλγική μπορεί να είναι μια συζήτηση για τον Μπόμπαν Γιάνκοβιτς, τόσο…ατελείωτη μπο...
Όσο στενάχωρη και νοσταλγική μπορεί να είναι μια συζήτηση για τον Μπόμπαν Γιάνκοβιτς, τόσο…ατελείωτη μπορεί να είναι, όταν μιλούν για τον άνθρωπο, παίκτη και πατέρα, ο Λάζαρος Καμπανόπουλος και ο Γιάννης Φραγκούλης που έμειναν κοντά του, μέχρι τον θάνατο του, αλλά και κοντά στον γιό του, Βλάντο, μετά την απώλεια του.
Όσο κι αν ο χρόνος είναι αμείλικτος στο πέρασμα του, όσο κι αν λένε ότι ο χρόνος «γιατρεύει» και μπορεί να ρίχνει λήθη στο παρελθόν, ο Μπόμπαν Γιάνκοβιτς «ζεί» στις καρδιές και στην σκέψη και των δυο, αλλά και άλλων φιλάθλων του Πανιωνίου. Ο Λάζαρος και ο «τρομάρας» δεν διεκδικούν προνόμιο μεγαλύτερης αγάπης για τον λατρεμένο Μπόμπαν του Πανιωνίου. Ήταν αυτοί που μαζί και με άλλους, δημιούργησαν μια ομάδα υποστήριξης και συμπαράστασης του, όλα τα χρόνια μετά τον αυτοτραυματισμό του και εν συνεχεία στον γιό του, έως ότου έπαιζε στον Πανιώνιο. Εκ τότε, κρατούν στην σκέψη τους, μια προς μια όλες τις αναμνήσεις όσων βίωσαν μαζί του.
Πάμε, λοιπόν…
Γιάννης: «Στα αποδυτήρια που μετέφερα τον Μπόμπαν, όταν τραυματίστηκε, μπήκαν ο τότε γιατρός του Πανιωνίου, Γιώργος Κατσιφαράκης, ο γιατρός του Παναθηναϊκού και ο συγχωρεμένος Γιώργος Κάβουρας. Του κρατούσα το κεφάλι, ανάμεσα στα πόδια μου, γιατί εξείχε από το φορείο και μας είπαν και οι δυο γιατροί έπρεπε να μείνει ακούνητος. Ο γιατρός του Παναθηναϊκού πρότεινε να του βάλουμε ένα κολλάρο, ευτυχώς είχε ο ίδιος και όταν του το έβαλε, μου λέει: Φύγε τώρα για νοσοκομείο, προλαβαίνεις, δεν προλαβαίνεις. Έχει πάθει πολύ μεγάλη ζημιά...
Ήξερε ότι εφημέρευε το στο «Γιώργος Γεννηματάς» και μπήκα μαζί του στο ασθενοφόρο. Σε όλη την διαδρομή, ήταν ήρεμος ο Μπόμπαν και με κοιτούσε μέσα στα μάτια, χωρίς να μιλάμε. Είχαν τρέξει αίματα στην φανέλα του. Αν θυμάμαι καλά, αυτή την φανέλα την ρίξαμε στον τάφο του.
--Ποιός είναι ο συγγενής του; με ρώτησε ο γιατρός Καρβούνης που ήταν ο πρώτος που τον είδε. Του λέω πείτε σε εμένα, γιατί ακόμα δεν έχει έρθει η γυναίκα του. Αν, ήταν αδελφός μου, θα τον άφηνα να...ΠΕΘΑΝΕΙ! Αισθάνθηκα ότι «έφυγε» όλο το έδαφος από τα πόδια μου. Ο γιατρός τον εξέτασε και κατάλαβε ότι από την σύγκρουση είχε σπάσει τους δυο σπονδύλους και ακουμπούσε κάτω από το δέρμα, τον νωτιαίο μυελό του Μπόμπαν. Του έβαλαν ένα σιδερένιο στεφάνι και κάποια αντίβαρα. Ο Μπόμπαν είχε τις αισθήσεις του, αλλά από την μέση και κάτω δεν αισθανόταν τίποτα, όταν τον τσιμπούσαν με βελόνες. Μου έπιασε το χέρι και με ρώτησε «τι σου είπε ο γιατρός;». Του απάντησα «δεν ξέρουν ακόμα, γιατί θα σε εξετάσουν κι άλλοι γιατροί». Κρατιόμουν να μην δακρύσω. Ο Μπόμπαν είχε τεράστιο ένστικτο και ήταν πανέξυπνος. Μου λέει «Γιάννη, ό,τι και αν γίνει, μην φύγεις από κοντά μου». «Εδώ, θα είμαι συνέχεια Μπόμπαν» του απάντησα. Ήρθαν ο Βράνκοβιτς και ο Παβλίσεβιτς. Ο Στόϊκο ήταν μεγάλος λεβέντης και μου ζήτησε να μπεί στο δωμάτιο. Όταν βγήκε έξω, έβαλε τα κλάματα. Ήταν ψηλός και δεν έφτανα να τον παρηγορήσω. Ήρθε ο Ιωαννίδης και κάλεσε τον νευροχειρούγο Παπαδάκη που αποφάσισε να χειρουργηθεί, γιατί διαφορετικά θα πέθαινε ο Μπόμπαν με τον νωτιαίο μυελό να έχει βγεί από τους σπασμένους σπονδύλους. Η μεγάλη ατυχία του Μπόμπαν ήταν ότι χτύπησε με δύναμη στην βάση της μπασκέτας, με το πάνω μέρος του κεφαλιού του και όχι με το κούτελο.
«Χτύπησε με την τεχνική του ταύρου και προκάλεσε τα κατάγματα στην σπονδυλική στήλη» μας είπαν οι γιατροί στο ΚΑΤ που μεταφέρθηκε την επόμενη ημέρα και χειρουργήθηκε». Ο Μπόμπαν έκανε το ίδιο...αστείο και στις προπονήσεις, προσποιούμενος ότι θέλει να κουτουλήσει ή κλώτσαγε με το πόδι του».
Λάζαρος: «Όταν έφυγε από το γήπεδο με τον Γιάννη, πήγα απέναντι από τους πάγκους που καθόταν ο Γαλλής με τον Βογιατζή. «Δεν...ακούνε τα πόδια του Μπόμπαν» τους λέω και ο Βογιατζής με ρώτησε: «Δηλαδή, θα μείνει...ανάπηρος;». Όταν έφτασα στο νοσοκομείο, βρέθηκα κατά σύμπτωση έξω από τον αξονικό τομογράφο και ακούω τους ακτινολόγους να λένε «Πω πω ζημιά και είναι νέο παλικάρι...».
Μετά την εγχείρηση και την επιβίωση του, άρχισε για τον Μπόμπαν, ο ατελείωτος «Γολογοθάς» της αποκατάστασης του με αμέτρητες θεραπείες. Ο «Τρομάρας» τον ακολούθησε σε κάθε βήμα του.
Γιάννης: «Ποτέ δεν τα παράτησε και δεν ήθελε να παραδεχτεί ότι δεν θα στεκόταν ξανά στα πόδια του. Πήγε παντού. Σε μερικές περιπτώσεις, έπεσε και «θύμα» της ελπίδας που του πουλούσαν για διάφορες θεραπείες. Έφτασε μέχρι τις Φιλιππίνες. «Παράτησα» την οικογένεια μου και πήγαμε στην Σερβία, γιατί υπήρχε ένας ορθοπεδικός που είχε ειδικευτεί σε τέτοια περιστατικά από τραυματίες του εμφυλίου πολέμου και υπήρχε ένα νοσοκομείο με πισίνα. Ο Μπόμπαν είχε αγοράσει ένα σπίτι σε βουνό και ένα βράδυ τον έπιασε κρίση. Έπρεπε να τον πιάσω αγκαλιά για να τον κατεβάσω από μια σκάλα και ένιωθα ότι από το βάρος και επειδή ήταν πολύ πιο ψηλός από εμένα, σκιζόντουσαν οι μύς μου. Ήταν μια διαδρομή περίπου 20 χιλιόμετρα και οδηγούσε η γυναίκα του. Ενώ του κρατούσα το χέρι, ξαφνικά έγειρε το κεφάλι του και νόμιζα ότι πέθαινε, γιατί ήταν παγωμένος και δεν ανταποκρινόταν. Φτάσαμε και τον συνέφεραν γιατί είχε λιποθυμήσει. Τελικά, οι Σέρβοι του «έφαγαν» λεφτά και δεν έκαναν τίποτα. Όταν εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ελλάδα, επειδή του ανέβαινε συχνά το αίμα στο κεφάλι, χρειαζόταν ένα μηχάνημα ανόρθωσης του σώματος που στοίχιζε τότε πέντε εκ. δραχμές. Ο Μπόμπαν δεν τα υπόλόγιζε τα χρήματα, γιατί δεν ήξερε και πόσο θα ζούσε. Του το έφτιαξα με προσωπική εργασία και πλήρωσε μόνο τα σίδερα. «Τρελλάθηκε» όταν το είδε έτοιμο».
Η εμπιστοσύνη που είχε ο Μπόμπαν στους δυο «αδελφικούς» φίλους του, έφθανε σχεδόν σε απόλυτο βαθμό. Ό,τι ήθελε, το ζητούσε απ΄αυτούς.
Λάζαρος: «Ο Μπόμπαν από την στιγμή που η γυναίκα του πήγε στην Κύπρο, ζούσαν χωριστά και υπήρχε μόνο τηλεφωνική επικοινωνία. Δεν είχε καμία εμπιστοσύνη στην γυναίκα του και ουσιαστικά ήταν εν διαστάσει, πριν από το ατύχημα. Ήταν μικρός ο Βλαδίμηρος και ήρθε στην Ελλάδα, την παραμονή του αγώνα με τον Παναθηναϊκό για να συζητούσαν για το παιδί τους. Ο Μπόμπαν καθηλώθηκε στο καροτσάκι και δεν χώρισαν τυπικά για το παιδί. Το ’97 και ενώ έχει οριστικοποιηθεί η αναπηρία του, ήρθε στην Ελλάδα και με κάλεσε σε ένα παραλιακό ξενοδοχείο. «Φίλε, θέλω βοήθεια. Δεν έχω να φάω!!». Ένιωσα την ανάγκη ότι ως φίλαθλος του Πανιωνίου και ανεξάρτητα τι έκανε ο σύλλογος για τον Μπόμπαν, ότι ήταν ανθρώπινο και Πανιώνιο χρέος μου να τον βοηθήσω, γιατί η περίπτωση του Γιάνκοβιτς είναι φαινόμενο στον παγκόσμιο αθλητισμό και «έδεσε» την μοίρα της ζωής του με την ιστορία του συλλόγου.
Στον πρώτο που τηλεφώνησα ήταν ο Φάνης Χριστοδούλου που ευαισθητοποιήθηκε άμεσα. Πήγα στην παρέα της πλατείας και τους είπα την κατάσταση. Όλοι ήθελαν να τον βοηθήσουν. Απευθύνθηκα στον Γιώργο Κουτελάκη που ενώ δεν ήταν ακόμα Δήμαρχος, τον βοήθησε τα μέγιστα. Τον βοήθησε μέσω του Δήμου, άρχισε και ολοκλήρωσε την προσπάθεια έκδοσης άδειας Προ-πο, παρέκαμψε διαδικασίες για τις ελληνικές πινακίδες και τις ατέλειες που είχε το λευκό βαν που είχε ο Μπόμπαν στις μετακινήσεις του, με υπογραφή του Βερέλη και ζήτησε από τον Γαλλή, όταν ανέλαβε μετά τον Βεντούρη να του αποδοθούν τα χρήματα της Πολιτείας.
Έχω πληρεξούσιο του Μπόμπαν στο σπίτι μου και μου είχε εξουσιοδοτήσει να χειρίζομαι τα πάντα. Για τα οικονομικά, την εκπαίδευση του Βλάντο, τα πάντα. Τον ρώτησε η δικηγόρος, παρουσία των ματρύρων, τέσσερις φορές: Είστε σίγουρος για το άτομο που εξουσιοδοτείται; Δεν είναι η μητέρα σας.
«Ναι είμαι σίγουρος, γιατί είναι ο μοναδικός άνθρωπος που του έχω εμπιστοσύνη στην Ελλάδα» της απάντησε. Αυτό το πληρεξούσιο είχε ισχύ, όσο ήταν εν ζωή ο Μπόμπαν. Και όταν πέθανε, είχε καταθέσεις και τις παρέδωσα στην γυναίκα του, γιατί το παιδί του ήταν ανήλικο και τα χρειαζόντουσαν γιατί ήταν θέμα επιβίωσης.
Γιάννης: «Προσωπικά, του πήγα τα χρήματα της ασφαλείας από την εταιρία του Νικολαϊδη και τα είκοσι εκατομμύρια δραχμές που εκταμίευσε τότε ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης, ως υφυπουργός Αθλητισμού. Συμφωνώ απόλυτα με τον Λάζαρο ότι δεν της είχε καμία εμπιστοσύνη. Την βοήθησα και την ίδια, γιατί είχαν λήξει τα χαρτιά παραμονής της στην Ελλάδα και την είχαν συλλάβει. Δεν είπα τίποτα στον Μπόμπαν. Πήρα τον Βλάντο στο σπίτι μου και έκανε παρέα με τα παιδιά μου. Της πήγαινα είδη πρώτης ανάγκης και από την αστυνομία της πρότειναν να πάει στην Κύπρο, γιατί αν γυρνούσε στην Σερβία, δεν θα επέστρεφε ποτέ στην Ελλάδα».
Ο Μπόμπαν, κατά τακτά χρονικά διαστήματα, διαμαρτυρόταν δημόσια ότι δεν του είχαν αποδοθεί από τον Πανιώνιο, τα χρήματα που εκταμιευόντουσαν. Οι δυο φίλοι του υποστηρίζουν.
Λάζαρος: «Όχι δεν έφτασαν στον Μπόμπαν όλα. Κυρίως από τα χρήματα του Μεϊμαράκη. Του έδωσε, όμως, αργότερα, ο Γερασιμίδης. Και επίσης, τα ένσημα του ΙΚΑ δεν του «κολλούσε» ο Πανιώνιος, βάση συμβολαίου, με αποτέλεσμα να μην «βγάλει» σύνταξη. Περίπου, 10-12 εκ. δραχμές δεν αποδόθηκαν στον Μπόμπαν. Βέβαια, επί Γερασιμίδη, εργάσθηκε ως μάνατζερ και είχε διοργανώσει ένα τουρνουά, με τις εισπράξεις να τις παίρνει ο ίδιος, μέσω του Πανιωνίου. Από το ΄98 και μετά επίσημα ο Πανιώνιος δεν βοήθησε άλλο τον Μπόμπαν. Ό,τι γινόταν, γινόταν ατομικά από όσους ανέφερα. Ο ίδιος ο Μπόμπαν την ξεπέρασε αυτή την απομάκρυνση του επίσημου Πανιωνίου, γιατί στην συνέχεια, υπήρξε μεγάλη μέριμνα για τον γιό του. Θα πω και ένα ακόμα γεγονός που δείχνει το μεγαλείο του Μπόμπαν, μετά τον τραυματισμό του και πόσο δέθηκε με τον Πανιώνιο.
Ήμουν στην διοίκηση της ΠΑΕ και «κιτρίνισε» ο χλοοτάπητας. Η ομάδα ήταν στο εξωτερικό για προετοιμασία και δεν ήταν κανείς εδώ για να πληρώσει. Ο Μπόμπαν έκανε ταμειακή διευκόλυνση, περίπου 4-5 χιλιάδες ευρώ και μου ζήτησε να μην το πω πουθενά ότι είχε δώσει τα χρήματα.
Γιάννης: « Η συγχωρεμένη η Ελένη Παυλάκου μου είπε ότι έστω και με καθυστέρηση, στον Μπόμπαν αποδόθηκαν όλα τα χρήματα».
«Κανείς άλλος δεν είχε τόση μεγάλη φροντίδα στο μπάσκετ του Πανιωνίου»
Σε άκρως αντίθετη κατεύθυνση με την «αδελφική» σχέση που είχαν με τον Μπόμπαν, είναι η σχέση του Φραγκούλη και του Καμπανόπουλου με τον γιό του, Βλάντο. Αμφότεροι, έχουν πολλά παράπονα για την απομάκρυνση του παιδιού που τον είδαν να μεγαλώνει μαζί με τα δικά τους παιδιά, να παίζει μπάσκετ στον Πανιώνιο και να τον φροντίζουν σε κάθε βήμα του.
Λάζαρος: «Ο Μπόμπαν άρχισε να ζεί ξανά, όταν ο Βλαδίμηρος, γύρισε με την μητέρα του από την Κύπρο, μετά από απαίτηση του. Ήθελε να γίνει μπασκετμπωλίστας και δεν ήθελε να γίνει τερματοφύλακας, όπως τον πρόοριζε ο αδελφός της γυναίκας του που ήταν προπονητής στην Παρτιζάν. Είχε έναν ιερό στόχο ζωής για το ίδιο το παιδί του. Μας έλεγε πολύ συχνά. Εγώ έχασα την υγεία μου. Δεν υπάρχει τίποτα άλλο στην ζωή μου από το να δώ τον Βλάντο να παίζει μπάσκετ.
Λοιπόν, αν δεν υπήρχε ο Πανιώνιος και ο Λιανός, ο Βλαδίμηρος δεν θα έπαιζε σήμερα μπάσκετ. Πλήρωσε το αγγλικό σχολείο του για να μείνει στην Ελλάδα, τον αγαπούσαν όλοι οι προπονητές, λόγω του Μπόμπαν. Του έκανε και ατομικές προπονήσεις με έναν Σέρβο κουμπάρο και πήγαιναν στα ανοιχτά γήπεδα και του φώναζε σουτ, σπάσε τον καρπό, να αγαπάς την μπάλα είναι το εργαλείο σου. Δεν χαμήλωνε το σώμα του για να έπαιζε άμυνα. Στην συνολική πορεία του δεν δούλεψε όσο έπρεπε και ήθελε ο Μπόμπαν. Με τέτοιο πρότυπο πατέρα, θα έπρεπε να αντιγράφει κάθε μέρα, τα καλά στοιχεία του. Άκουγε άλλους, προφανώς ή έκανε του κεφαλιού του. Έχω αρκετές στεναχωριές από τον Βλάντο που έχουμε γιορτάσει Χριστούγεννα, Πάσχα και πολλά άλλα με τις κόρες μου. Τον βλέπω σαν δικό μου παιδί και είναι ο γιός που δεν γέννησα. Δεν μπορώ να τον δώ αλλιώς. Δεν μπορώ, όμως να τον δικαιολογήσω γιατί δεν θέλει να ακούει για τον Πανιώνιο και να μην τον αγαπά. Δηλαδή, αν στο δικό μου παιδί συμπεριφερόταν με τόση στοργή ο Πανιώνιος και μετά από τόσα χρόνια και μου έλεγε ότι δεν θα αγαπούσε αυτή την ομάδα, θα έλεγα δεν γίνονται αυτά. Aν ζούσε ακόμα ο Μπόμπαν και συμπεριφερόταν έτσι, θα τον μάλωνε άσχημα.
Μπορεί κάποτε να γυρίσει και να «κλείσει» την καριέρα του από την ομάδα που άρχισε. Ποτέ όμως, δεν αγάπησε τον Πανιώνιο, όπως ο Πανιώνιος και οι Πανιώνιοι αγάπησαν το παιδί του Μπόμπαν.
Πιστεύω ότι ο Μπόμπαν απο «ψηλά» που τον βλέπει, τον καμαρώνει και αυτό μου φτάνει. Γιατί έγινε μπασκετμπωλίστας που ήθελε τόσο πολύ ο Μπόμπαν, χωρίς να έφτασε ποτέ να γίνει ο παικταράς που ήταν ο φίλος μας. Εύχομαι το παιδί του να είναι υγιέστατο και να τον καμαρώνει όπως επιθυμεί.
Εκεί που «τρελλάθηκα» ήταν που τον άκουσα σε πρόσφατη τηλεοπτική συνέντευξη να αποκαλεί τον γιό του με διαφορετικό όνομα και όχι με αυτό του πατέρα του. Όταν έχεις πατέρα τον Μπόμπαν Γιάνκοβιτς, υπάρχει και μια στο τρισεκατομμύριο να αποκαλείς με άλλο όνομα τον εγγονό του;
Εγώ, Μπομπανάκι θα αποκαλώ τον εγγονό του Μπόμπαν! Για τον παππού που δεν θα γνωρίσει ποτέ. Στο σπίτι μου έχω δυο φωτογραφίες του, μαζί με αυτές συγγενών που έχω χάσει. Στην μια κάθε φορά που την κοιτάζω, νιώθω ότι θέλει να μου μιλήσει»
Γιάννης: «Δεν έχει υπάρξει μεγαλύτερη φροντίδα απ’ αυτή που είχε ο Βλάντο, λόγω του Μπόμπαν. Δεν θα ξεχάσω όταν έπαιζε στην ακαδημία και με φώναξε ο Κωνσταντώνης με πολλά νεύρα. «Γιάννη, έλα να του μιλήσεις, γιατί δεν του...κάνουν οι συμπαίκτες του που κάποιοι είναι και καλύτεροι του...». Του λέω «Βλάντο, το μπάσκετ είναι ομαδικό σπορ. Και στο ΝΒΑ υπάρχουν σταρ και εργάτες. Μην συμπεριφέρεσαι σε αυτή την ηλικία σαν σταρ, πριν γίνεις. Άκου ό,τι σου λένε οι προπονητές».
Την χρονιά που ο Πανιώνιος έπαιξε για δεύτερη φορά στην Ευρωλίγκα, ο Βλάντο είχε δοθεί σε σερβική ομάδα, μέσω και του μάνατζερ Ραζνάτοβιτς για να δυναμώσει μπασκετικά. Παίζαμε στο Βελιγράδι και ήρθε στο ξενοδοχείο και μου ζήτησε να τον βοηθήσω, γιατί δεν περνούσε καλά στις εξωγηπεδικές συνθήκες διαμονής του. Ο Λιανός τον ζήτησε πίσω και ήρθε στην πρώτη ομάδα. Ήθελε, όμως, να παίξει και στην πεντάδα, όταν ο Πανιώνιος είχε συμβόλαια που το μικρότερο ήταν 500 χιλιάδες ευρώ. Και συνεχώς γκρίνιαζε, τουλάχιστον, σε εμένα.
«Είσαι τρελλός; Μόνο να μάθεις από αυτούς τους συμπαίκτες και να γίνεις καλύτερος. Μόνο να κερδίσεις έχεις» τον συμβούλεψα, αλλά είχε...άλλους συμβούλους που άκουγε. Όταν έφυγε «τελείωσα» μαζί του κι ας είχα κάνει παρά πολλά και εκτός μπάσκετ γι’ αυτόν. Έμαθα ότι διαμαρτυρήθηκε και μέσω δικηγόρου γιατί η ακαδημία μπάσκετ του Πανιωνίου τύπωσε φούτερ και μπλούζες προπόνησης με το όνομα του Μπόμπαν και το «8» που φορούσε. Απορώ για να μην πώ τίποτα άλλο...
Μετά από τόσα χρόνια το λέω ξεκάθαρα: Για τον Μπόμπαν, έγιναν όλα για να προχωρήσει ο Βλάντο. Κι ας μην υπάρχει καμμία σύγκριση σε αξία και χαρακτήρα του πατέρα με τον γιό. Οι Πανιώνιοι δεν τον θέλουν, μετά από όσα έχει δείξει. Έχω ήσυχη την συνείδηση μου για ό,τι έκανα για τον πατέρα του και για τον ίδιο και μου φτάνει που κάθε μέρα λέω σε μια φωτογραφία που έχω «Καλημέρα Μπόμπαν».
Όσο κι αν ο χρόνος είναι αμείλικτος στο πέρασμα του, όσο κι αν λένε ότι ο χρόνος «γιατρεύει» και μπορεί να ρίχνει λήθη στο παρελθόν, ο Μπόμπαν Γιάνκοβιτς «ζεί» στις καρδιές και στην σκέψη και των δυο, αλλά και άλλων φιλάθλων του Πανιωνίου. Ο Λάζαρος και ο «τρομάρας» δεν διεκδικούν προνόμιο μεγαλύτερης αγάπης για τον λατρεμένο Μπόμπαν του Πανιωνίου. Ήταν αυτοί που μαζί και με άλλους, δημιούργησαν μια ομάδα υποστήριξης και συμπαράστασης του, όλα τα χρόνια μετά τον αυτοτραυματισμό του και εν συνεχεία στον γιό του, έως ότου έπαιζε στον Πανιώνιο. Εκ τότε, κρατούν στην σκέψη τους, μια προς μια όλες τις αναμνήσεις όσων βίωσαν μαζί του.
Πάμε, λοιπόν…
Γιάννης: «Στα αποδυτήρια που μετέφερα τον Μπόμπαν, όταν τραυματίστηκε, μπήκαν ο τότε γιατρός του Πανιωνίου, Γιώργος Κατσιφαράκης, ο γιατρός του Παναθηναϊκού και ο συγχωρεμένος Γιώργος Κάβουρας. Του κρατούσα το κεφάλι, ανάμεσα στα πόδια μου, γιατί εξείχε από το φορείο και μας είπαν και οι δυο γιατροί έπρεπε να μείνει ακούνητος. Ο γιατρός του Παναθηναϊκού πρότεινε να του βάλουμε ένα κολλάρο, ευτυχώς είχε ο ίδιος και όταν του το έβαλε, μου λέει: Φύγε τώρα για νοσοκομείο, προλαβαίνεις, δεν προλαβαίνεις. Έχει πάθει πολύ μεγάλη ζημιά...
Ήξερε ότι εφημέρευε το στο «Γιώργος Γεννηματάς» και μπήκα μαζί του στο ασθενοφόρο. Σε όλη την διαδρομή, ήταν ήρεμος ο Μπόμπαν και με κοιτούσε μέσα στα μάτια, χωρίς να μιλάμε. Είχαν τρέξει αίματα στην φανέλα του. Αν θυμάμαι καλά, αυτή την φανέλα την ρίξαμε στον τάφο του.
--Ποιός είναι ο συγγενής του; με ρώτησε ο γιατρός Καρβούνης που ήταν ο πρώτος που τον είδε. Του λέω πείτε σε εμένα, γιατί ακόμα δεν έχει έρθει η γυναίκα του. Αν, ήταν αδελφός μου, θα τον άφηνα να...ΠΕΘΑΝΕΙ! Αισθάνθηκα ότι «έφυγε» όλο το έδαφος από τα πόδια μου. Ο γιατρός τον εξέτασε και κατάλαβε ότι από την σύγκρουση είχε σπάσει τους δυο σπονδύλους και ακουμπούσε κάτω από το δέρμα, τον νωτιαίο μυελό του Μπόμπαν. Του έβαλαν ένα σιδερένιο στεφάνι και κάποια αντίβαρα. Ο Μπόμπαν είχε τις αισθήσεις του, αλλά από την μέση και κάτω δεν αισθανόταν τίποτα, όταν τον τσιμπούσαν με βελόνες. Μου έπιασε το χέρι και με ρώτησε «τι σου είπε ο γιατρός;». Του απάντησα «δεν ξέρουν ακόμα, γιατί θα σε εξετάσουν κι άλλοι γιατροί». Κρατιόμουν να μην δακρύσω. Ο Μπόμπαν είχε τεράστιο ένστικτο και ήταν πανέξυπνος. Μου λέει «Γιάννη, ό,τι και αν γίνει, μην φύγεις από κοντά μου». «Εδώ, θα είμαι συνέχεια Μπόμπαν» του απάντησα. Ήρθαν ο Βράνκοβιτς και ο Παβλίσεβιτς. Ο Στόϊκο ήταν μεγάλος λεβέντης και μου ζήτησε να μπεί στο δωμάτιο. Όταν βγήκε έξω, έβαλε τα κλάματα. Ήταν ψηλός και δεν έφτανα να τον παρηγορήσω. Ήρθε ο Ιωαννίδης και κάλεσε τον νευροχειρούγο Παπαδάκη που αποφάσισε να χειρουργηθεί, γιατί διαφορετικά θα πέθαινε ο Μπόμπαν με τον νωτιαίο μυελό να έχει βγεί από τους σπασμένους σπονδύλους. Η μεγάλη ατυχία του Μπόμπαν ήταν ότι χτύπησε με δύναμη στην βάση της μπασκέτας, με το πάνω μέρος του κεφαλιού του και όχι με το κούτελο.
«Χτύπησε με την τεχνική του ταύρου και προκάλεσε τα κατάγματα στην σπονδυλική στήλη» μας είπαν οι γιατροί στο ΚΑΤ που μεταφέρθηκε την επόμενη ημέρα και χειρουργήθηκε». Ο Μπόμπαν έκανε το ίδιο...αστείο και στις προπονήσεις, προσποιούμενος ότι θέλει να κουτουλήσει ή κλώτσαγε με το πόδι του».
Λάζαρος: «Όταν έφυγε από το γήπεδο με τον Γιάννη, πήγα απέναντι από τους πάγκους που καθόταν ο Γαλλής με τον Βογιατζή. «Δεν...ακούνε τα πόδια του Μπόμπαν» τους λέω και ο Βογιατζής με ρώτησε: «Δηλαδή, θα μείνει...ανάπηρος;». Όταν έφτασα στο νοσοκομείο, βρέθηκα κατά σύμπτωση έξω από τον αξονικό τομογράφο και ακούω τους ακτινολόγους να λένε «Πω πω ζημιά και είναι νέο παλικάρι...».
Μετά την εγχείρηση και την επιβίωση του, άρχισε για τον Μπόμπαν, ο ατελείωτος «Γολογοθάς» της αποκατάστασης του με αμέτρητες θεραπείες. Ο «Τρομάρας» τον ακολούθησε σε κάθε βήμα του.
Γιάννης: «Ποτέ δεν τα παράτησε και δεν ήθελε να παραδεχτεί ότι δεν θα στεκόταν ξανά στα πόδια του. Πήγε παντού. Σε μερικές περιπτώσεις, έπεσε και «θύμα» της ελπίδας που του πουλούσαν για διάφορες θεραπείες. Έφτασε μέχρι τις Φιλιππίνες. «Παράτησα» την οικογένεια μου και πήγαμε στην Σερβία, γιατί υπήρχε ένας ορθοπεδικός που είχε ειδικευτεί σε τέτοια περιστατικά από τραυματίες του εμφυλίου πολέμου και υπήρχε ένα νοσοκομείο με πισίνα. Ο Μπόμπαν είχε αγοράσει ένα σπίτι σε βουνό και ένα βράδυ τον έπιασε κρίση. Έπρεπε να τον πιάσω αγκαλιά για να τον κατεβάσω από μια σκάλα και ένιωθα ότι από το βάρος και επειδή ήταν πολύ πιο ψηλός από εμένα, σκιζόντουσαν οι μύς μου. Ήταν μια διαδρομή περίπου 20 χιλιόμετρα και οδηγούσε η γυναίκα του. Ενώ του κρατούσα το χέρι, ξαφνικά έγειρε το κεφάλι του και νόμιζα ότι πέθαινε, γιατί ήταν παγωμένος και δεν ανταποκρινόταν. Φτάσαμε και τον συνέφεραν γιατί είχε λιποθυμήσει. Τελικά, οι Σέρβοι του «έφαγαν» λεφτά και δεν έκαναν τίποτα. Όταν εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ελλάδα, επειδή του ανέβαινε συχνά το αίμα στο κεφάλι, χρειαζόταν ένα μηχάνημα ανόρθωσης του σώματος που στοίχιζε τότε πέντε εκ. δραχμές. Ο Μπόμπαν δεν τα υπόλόγιζε τα χρήματα, γιατί δεν ήξερε και πόσο θα ζούσε. Του το έφτιαξα με προσωπική εργασία και πλήρωσε μόνο τα σίδερα. «Τρελλάθηκε» όταν το είδε έτοιμο».
Το πληρεξούσιο και η βοήθεια στην γυναίκα του
Η εμπιστοσύνη που είχε ο Μπόμπαν στους δυο «αδελφικούς» φίλους του, έφθανε σχεδόν σε απόλυτο βαθμό. Ό,τι ήθελε, το ζητούσε απ΄αυτούς.
Λάζαρος: «Ο Μπόμπαν από την στιγμή που η γυναίκα του πήγε στην Κύπρο, ζούσαν χωριστά και υπήρχε μόνο τηλεφωνική επικοινωνία. Δεν είχε καμία εμπιστοσύνη στην γυναίκα του και ουσιαστικά ήταν εν διαστάσει, πριν από το ατύχημα. Ήταν μικρός ο Βλαδίμηρος και ήρθε στην Ελλάδα, την παραμονή του αγώνα με τον Παναθηναϊκό για να συζητούσαν για το παιδί τους. Ο Μπόμπαν καθηλώθηκε στο καροτσάκι και δεν χώρισαν τυπικά για το παιδί. Το ’97 και ενώ έχει οριστικοποιηθεί η αναπηρία του, ήρθε στην Ελλάδα και με κάλεσε σε ένα παραλιακό ξενοδοχείο. «Φίλε, θέλω βοήθεια. Δεν έχω να φάω!!». Ένιωσα την ανάγκη ότι ως φίλαθλος του Πανιωνίου και ανεξάρτητα τι έκανε ο σύλλογος για τον Μπόμπαν, ότι ήταν ανθρώπινο και Πανιώνιο χρέος μου να τον βοηθήσω, γιατί η περίπτωση του Γιάνκοβιτς είναι φαινόμενο στον παγκόσμιο αθλητισμό και «έδεσε» την μοίρα της ζωής του με την ιστορία του συλλόγου.
Στον πρώτο που τηλεφώνησα ήταν ο Φάνης Χριστοδούλου που ευαισθητοποιήθηκε άμεσα. Πήγα στην παρέα της πλατείας και τους είπα την κατάσταση. Όλοι ήθελαν να τον βοηθήσουν. Απευθύνθηκα στον Γιώργο Κουτελάκη που ενώ δεν ήταν ακόμα Δήμαρχος, τον βοήθησε τα μέγιστα. Τον βοήθησε μέσω του Δήμου, άρχισε και ολοκλήρωσε την προσπάθεια έκδοσης άδειας Προ-πο, παρέκαμψε διαδικασίες για τις ελληνικές πινακίδες και τις ατέλειες που είχε το λευκό βαν που είχε ο Μπόμπαν στις μετακινήσεις του, με υπογραφή του Βερέλη και ζήτησε από τον Γαλλή, όταν ανέλαβε μετά τον Βεντούρη να του αποδοθούν τα χρήματα της Πολιτείας.
Έχω πληρεξούσιο του Μπόμπαν στο σπίτι μου και μου είχε εξουσιοδοτήσει να χειρίζομαι τα πάντα. Για τα οικονομικά, την εκπαίδευση του Βλάντο, τα πάντα. Τον ρώτησε η δικηγόρος, παρουσία των ματρύρων, τέσσερις φορές: Είστε σίγουρος για το άτομο που εξουσιοδοτείται; Δεν είναι η μητέρα σας.
«Ναι είμαι σίγουρος, γιατί είναι ο μοναδικός άνθρωπος που του έχω εμπιστοσύνη στην Ελλάδα» της απάντησε. Αυτό το πληρεξούσιο είχε ισχύ, όσο ήταν εν ζωή ο Μπόμπαν. Και όταν πέθανε, είχε καταθέσεις και τις παρέδωσα στην γυναίκα του, γιατί το παιδί του ήταν ανήλικο και τα χρειαζόντουσαν γιατί ήταν θέμα επιβίωσης.
Γιάννης: «Προσωπικά, του πήγα τα χρήματα της ασφαλείας από την εταιρία του Νικολαϊδη και τα είκοσι εκατομμύρια δραχμές που εκταμίευσε τότε ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης, ως υφυπουργός Αθλητισμού. Συμφωνώ απόλυτα με τον Λάζαρο ότι δεν της είχε καμία εμπιστοσύνη. Την βοήθησα και την ίδια, γιατί είχαν λήξει τα χαρτιά παραμονής της στην Ελλάδα και την είχαν συλλάβει. Δεν είπα τίποτα στον Μπόμπαν. Πήρα τον Βλάντο στο σπίτι μου και έκανε παρέα με τα παιδιά μου. Της πήγαινα είδη πρώτης ανάγκης και από την αστυνομία της πρότειναν να πάει στην Κύπρο, γιατί αν γυρνούσε στην Σερβία, δεν θα επέστρεφε ποτέ στην Ελλάδα».
Ο Πανιώνιος και οι Πανιώνιοι
Ο Μπόμπαν, κατά τακτά χρονικά διαστήματα, διαμαρτυρόταν δημόσια ότι δεν του είχαν αποδοθεί από τον Πανιώνιο, τα χρήματα που εκταμιευόντουσαν. Οι δυο φίλοι του υποστηρίζουν.
Λάζαρος: «Όχι δεν έφτασαν στον Μπόμπαν όλα. Κυρίως από τα χρήματα του Μεϊμαράκη. Του έδωσε, όμως, αργότερα, ο Γερασιμίδης. Και επίσης, τα ένσημα του ΙΚΑ δεν του «κολλούσε» ο Πανιώνιος, βάση συμβολαίου, με αποτέλεσμα να μην «βγάλει» σύνταξη. Περίπου, 10-12 εκ. δραχμές δεν αποδόθηκαν στον Μπόμπαν. Βέβαια, επί Γερασιμίδη, εργάσθηκε ως μάνατζερ και είχε διοργανώσει ένα τουρνουά, με τις εισπράξεις να τις παίρνει ο ίδιος, μέσω του Πανιωνίου. Από το ΄98 και μετά επίσημα ο Πανιώνιος δεν βοήθησε άλλο τον Μπόμπαν. Ό,τι γινόταν, γινόταν ατομικά από όσους ανέφερα. Ο ίδιος ο Μπόμπαν την ξεπέρασε αυτή την απομάκρυνση του επίσημου Πανιωνίου, γιατί στην συνέχεια, υπήρξε μεγάλη μέριμνα για τον γιό του. Θα πω και ένα ακόμα γεγονός που δείχνει το μεγαλείο του Μπόμπαν, μετά τον τραυματισμό του και πόσο δέθηκε με τον Πανιώνιο.
Ήμουν στην διοίκηση της ΠΑΕ και «κιτρίνισε» ο χλοοτάπητας. Η ομάδα ήταν στο εξωτερικό για προετοιμασία και δεν ήταν κανείς εδώ για να πληρώσει. Ο Μπόμπαν έκανε ταμειακή διευκόλυνση, περίπου 4-5 χιλιάδες ευρώ και μου ζήτησε να μην το πω πουθενά ότι είχε δώσει τα χρήματα.
Γιάννης: « Η συγχωρεμένη η Ελένη Παυλάκου μου είπε ότι έστω και με καθυστέρηση, στον Μπόμπαν αποδόθηκαν όλα τα χρήματα».
«Κανείς άλλος δεν είχε τόση μεγάλη φροντίδα στο μπάσκετ του Πανιωνίου»
Σε άκρως αντίθετη κατεύθυνση με την «αδελφική» σχέση που είχαν με τον Μπόμπαν, είναι η σχέση του Φραγκούλη και του Καμπανόπουλου με τον γιό του, Βλάντο. Αμφότεροι, έχουν πολλά παράπονα για την απομάκρυνση του παιδιού που τον είδαν να μεγαλώνει μαζί με τα δικά τους παιδιά, να παίζει μπάσκετ στον Πανιώνιο και να τον φροντίζουν σε κάθε βήμα του.
Λάζαρος: «Ο Μπόμπαν άρχισε να ζεί ξανά, όταν ο Βλαδίμηρος, γύρισε με την μητέρα του από την Κύπρο, μετά από απαίτηση του. Ήθελε να γίνει μπασκετμπωλίστας και δεν ήθελε να γίνει τερματοφύλακας, όπως τον πρόοριζε ο αδελφός της γυναίκας του που ήταν προπονητής στην Παρτιζάν. Είχε έναν ιερό στόχο ζωής για το ίδιο το παιδί του. Μας έλεγε πολύ συχνά. Εγώ έχασα την υγεία μου. Δεν υπάρχει τίποτα άλλο στην ζωή μου από το να δώ τον Βλάντο να παίζει μπάσκετ.
Λοιπόν, αν δεν υπήρχε ο Πανιώνιος και ο Λιανός, ο Βλαδίμηρος δεν θα έπαιζε σήμερα μπάσκετ. Πλήρωσε το αγγλικό σχολείο του για να μείνει στην Ελλάδα, τον αγαπούσαν όλοι οι προπονητές, λόγω του Μπόμπαν. Του έκανε και ατομικές προπονήσεις με έναν Σέρβο κουμπάρο και πήγαιναν στα ανοιχτά γήπεδα και του φώναζε σουτ, σπάσε τον καρπό, να αγαπάς την μπάλα είναι το εργαλείο σου. Δεν χαμήλωνε το σώμα του για να έπαιζε άμυνα. Στην συνολική πορεία του δεν δούλεψε όσο έπρεπε και ήθελε ο Μπόμπαν. Με τέτοιο πρότυπο πατέρα, θα έπρεπε να αντιγράφει κάθε μέρα, τα καλά στοιχεία του. Άκουγε άλλους, προφανώς ή έκανε του κεφαλιού του. Έχω αρκετές στεναχωριές από τον Βλάντο που έχουμε γιορτάσει Χριστούγεννα, Πάσχα και πολλά άλλα με τις κόρες μου. Τον βλέπω σαν δικό μου παιδί και είναι ο γιός που δεν γέννησα. Δεν μπορώ να τον δώ αλλιώς. Δεν μπορώ, όμως να τον δικαιολογήσω γιατί δεν θέλει να ακούει για τον Πανιώνιο και να μην τον αγαπά. Δηλαδή, αν στο δικό μου παιδί συμπεριφερόταν με τόση στοργή ο Πανιώνιος και μετά από τόσα χρόνια και μου έλεγε ότι δεν θα αγαπούσε αυτή την ομάδα, θα έλεγα δεν γίνονται αυτά. Aν ζούσε ακόμα ο Μπόμπαν και συμπεριφερόταν έτσι, θα τον μάλωνε άσχημα.
Μπορεί κάποτε να γυρίσει και να «κλείσει» την καριέρα του από την ομάδα που άρχισε. Ποτέ όμως, δεν αγάπησε τον Πανιώνιο, όπως ο Πανιώνιος και οι Πανιώνιοι αγάπησαν το παιδί του Μπόμπαν.
Πιστεύω ότι ο Μπόμπαν απο «ψηλά» που τον βλέπει, τον καμαρώνει και αυτό μου φτάνει. Γιατί έγινε μπασκετμπωλίστας που ήθελε τόσο πολύ ο Μπόμπαν, χωρίς να έφτασε ποτέ να γίνει ο παικταράς που ήταν ο φίλος μας. Εύχομαι το παιδί του να είναι υγιέστατο και να τον καμαρώνει όπως επιθυμεί.
Εκεί που «τρελλάθηκα» ήταν που τον άκουσα σε πρόσφατη τηλεοπτική συνέντευξη να αποκαλεί τον γιό του με διαφορετικό όνομα και όχι με αυτό του πατέρα του. Όταν έχεις πατέρα τον Μπόμπαν Γιάνκοβιτς, υπάρχει και μια στο τρισεκατομμύριο να αποκαλείς με άλλο όνομα τον εγγονό του;
Εγώ, Μπομπανάκι θα αποκαλώ τον εγγονό του Μπόμπαν! Για τον παππού που δεν θα γνωρίσει ποτέ. Στο σπίτι μου έχω δυο φωτογραφίες του, μαζί με αυτές συγγενών που έχω χάσει. Στην μια κάθε φορά που την κοιτάζω, νιώθω ότι θέλει να μου μιλήσει»
Γιάννης: «Δεν έχει υπάρξει μεγαλύτερη φροντίδα απ’ αυτή που είχε ο Βλάντο, λόγω του Μπόμπαν. Δεν θα ξεχάσω όταν έπαιζε στην ακαδημία και με φώναξε ο Κωνσταντώνης με πολλά νεύρα. «Γιάννη, έλα να του μιλήσεις, γιατί δεν του...κάνουν οι συμπαίκτες του που κάποιοι είναι και καλύτεροι του...». Του λέω «Βλάντο, το μπάσκετ είναι ομαδικό σπορ. Και στο ΝΒΑ υπάρχουν σταρ και εργάτες. Μην συμπεριφέρεσαι σε αυτή την ηλικία σαν σταρ, πριν γίνεις. Άκου ό,τι σου λένε οι προπονητές».
Την χρονιά που ο Πανιώνιος έπαιξε για δεύτερη φορά στην Ευρωλίγκα, ο Βλάντο είχε δοθεί σε σερβική ομάδα, μέσω και του μάνατζερ Ραζνάτοβιτς για να δυναμώσει μπασκετικά. Παίζαμε στο Βελιγράδι και ήρθε στο ξενοδοχείο και μου ζήτησε να τον βοηθήσω, γιατί δεν περνούσε καλά στις εξωγηπεδικές συνθήκες διαμονής του. Ο Λιανός τον ζήτησε πίσω και ήρθε στην πρώτη ομάδα. Ήθελε, όμως, να παίξει και στην πεντάδα, όταν ο Πανιώνιος είχε συμβόλαια που το μικρότερο ήταν 500 χιλιάδες ευρώ. Και συνεχώς γκρίνιαζε, τουλάχιστον, σε εμένα.
«Είσαι τρελλός; Μόνο να μάθεις από αυτούς τους συμπαίκτες και να γίνεις καλύτερος. Μόνο να κερδίσεις έχεις» τον συμβούλεψα, αλλά είχε...άλλους συμβούλους που άκουγε. Όταν έφυγε «τελείωσα» μαζί του κι ας είχα κάνει παρά πολλά και εκτός μπάσκετ γι’ αυτόν. Έμαθα ότι διαμαρτυρήθηκε και μέσω δικηγόρου γιατί η ακαδημία μπάσκετ του Πανιωνίου τύπωσε φούτερ και μπλούζες προπόνησης με το όνομα του Μπόμπαν και το «8» που φορούσε. Απορώ για να μην πώ τίποτα άλλο...
Μετά από τόσα χρόνια το λέω ξεκάθαρα: Για τον Μπόμπαν, έγιναν όλα για να προχωρήσει ο Βλάντο. Κι ας μην υπάρχει καμμία σύγκριση σε αξία και χαρακτήρα του πατέρα με τον γιό. Οι Πανιώνιοι δεν τον θέλουν, μετά από όσα έχει δείξει. Έχω ήσυχη την συνείδηση μου για ό,τι έκανα για τον πατέρα του και για τον ίδιο και μου φτάνει που κάθε μέρα λέω σε μια φωτογραφία που έχω «Καλημέρα Μπόμπαν».
Δεν υπάρχουν σχόλια